Ο Εγγονόπουλος συνθέτει, ως ζωγράφος κι αυτός, μια λυρική βιοεργοβιογραφία για τον Θεόφιλο και τον κόσμο του, διατυπώνοντας την άποψή του για τον καλλιτεχνικό βίο και προβάλλοντας την πεποίθησή του για τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της τέχνης. Η αποποίηση του ακαδημαϊσμού και των ολοκληρωτισμών, ο γενναίος και περιπετειώδης βίος των μεγάλων υπερβάσεων, η αφοσίωση και η αγάπη για την τέχνη, η αντίδραση απέναντι στη βία και στην αδικία αποτελούν μερικές από τις αξίες που ενυπάρχουν στο ποίημα. Καθώς το À Revoir: Theophilos αποτελεί τη δική του συμβολή στην προβολή του Θεόφιλου, ο Εγγονόπουλος αναδεικνύει την τέχνη ως πατρίδα που ο λαϊκός ζωγράφος επέλεξε, ενώ παράλληλα θέτει θεωρητικά ερωτήματα που σχετίζονται με την πρόσληψή του και τις ιδεολογικές συζητήσεις που προκάλεσε το έργο του. Μέσα από την περιγραφή επιλεγμένων έργων του Θεόφιλου, ο Εγγονόπουλος υπερασπίζεται συγχρόνως τις δικές του θεματικές και χρωματικές επιλογές και συνομιλεί με τους δασκάλους και τους καλλιτεχνικούς του συντρόφους.
Το ποίημα αυτό δεν το περιέλαβε ο Εγγονόπουλος σε συλλογή του όσο ζούσε. Το τελικό προσχέδιό του μάλλον τοποθετείται χρονικά στο 1947, έτος που συμπίπτει με τη διοργάνωση της πρώτης ατομικής έκθεσης έργων του Θεόφιλου από το Βρετανικό Συμβούλιο. Η ζωγραφική του Θεόφιλου είχε ήδη ανακαλυφθεί το 1929 από τον Τεριάντ και έκτοτε εκτιμήθηκε και αναδείχθηκε από τη λεγόμενη γενιά του ’30, έχοντας μια σταθερή παρουσία στο έργο του Εγγονόπουλου. Το γεγονός ότι το À Revoir: Theophilos διαφοροποιείται τεχνικά και ειδολογικά από τα υπόλοιπα ποιήματά του την περίοδο αυτή, καθώς πρόκειται για ένα κείμενο περισσότερο προσωπικό και συγχρόνως μεταβατικό μεταξύ δύο κρίσιμων εκδόσεων: του Μπολιβάρ (1944) και της συλλογής Στην κοιλάδα με τους Ροδώνες (1978), μπορεί να δικαιολογεί την απόφαση του Εγγονόπουλου να μην προχωρήσει στην έκδοσή του. Σε αυτή φαίνεται πως συνέβαλε και το τεταμένο πολιτικό κλίμα των εμφυλιοπολεμικών χρόνων, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που οδήγησε στη χρήση του Θεόφιλου ως πεδίου ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και προσεταιρισμών, στο πρόσωπο του οποίου διακυβευόταν η πνευματική ηγεμονία.
Τίτλος: À Revoir: Theophilos
Συγγραφέας: Νίκος Εγγονόπουλος
Φιλολογική επιμέλεια-Επίμετρο: Ελισάβετ Αρσενίου
Επιμέλεια: Σοφία Μπουγά
Έργο εξωφύλλου: Νίκος Εγγονόπουλος, Θησεύς και Μινώταυρος, 1960-1961
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Ευτυχία Λιάπη
Αριθμός σελίδων: 80
Σχήμα: 16 x 24 εκ.
ISBN: 978-960-17-0414-2
Τιμή: 15,50€ (με Φ.Π.Α.)
Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1907 στην Αθήνα. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ’30, ενώ υπήρξε και ένας από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Ανδρέα Ξυγγόπουλου, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη. Από το 1938 δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση «Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως». Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα, με τη δημοσίευση μεταφράσεων ποιημάτων του Τριστάν Τζαρά και την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής, με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Τον Νοέμβριο του 1939 πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής. Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου Αρμός και συνεργάστηκε με την αρχιτεκτονική ομάδα του Δημήτρη Πικιώνη. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1967 έγινε καθηγητής στο ΕΜΠ στο ελεύθερο σχέδιο, όπου και δίδαξε μέχρι το 1973. Το 1958 του απονεμήθηκε το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄. Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του απονεμήθηκε δεύτερη φορά το 1979. Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 στην Αθήνα.